οπαλιοειδής

οπαλιοειδής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, ο όμοιος με οπάλι (βλ. λ.) στο χρώμα και την ανταύγεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οπαλιοειδής — και οπαλλιοειδής, ές αυτός που έχει χρώμα και ανταύγειες σαν τού οπαλίου, που μοιάζει με οπάλιο στο χρώμα και στις ανταύγειες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”